- πέρσυ
- ΝΜΑβλ. πέρυσι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σνόου, Σερ Τσαρλς Πέρσυ — (Snow). Άγγλος φυσικός και μυθιστοριογράφος (Λέιστερ 1905). Ασχολήθηκε με την πυρηνική φυσική. Το πρώτο του έργο ήταν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα (θάνατος κάτω από τα πανιά, 1932). Ακολούθησε το μυθιστόρημα Αδελφοί και άγνωστοι (1940), που… … Dictionary of Greek
πέρυσι — και πέρσυ ΝΜΑ, και πέρσι και επέρσι Ν, πέρυσιν Μ, και δωρ. τ. πέρυτι και πέρυτις, αιολ. τ. πέρρυσι και πέρυσυ και πέρισυ, Α κατά το προηγούμενο έτος, κατά την περασμένη χρονιά νεοελλ. 1. φρ. «κάθε πέρσι και καλύτερα» όσο περνούν τα χρόνια η… … Dictionary of Greek
περσύας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) περυσινό κρασί («περσύας ὁ περισυνὸς οἶνος, οἶον περισύας τις ὤν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρσυ + κατάλ. ας] … Dictionary of Greek
περυσινός — και περσυνός, ή, ό / περυσινός και περσυνός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσινός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προηγούμενο έτος, στη χρονιά που πέρασε νεοελλ. φρ. «περσινά ξινά σταφύλια» ασήμαντο, ξεχασμένο θέμα που επανέρχεται στη συζήτηση.… … Dictionary of Greek
Σέλεϊ, Μαίρη — (Shelley). Αγγλίδα συγγραφέας κόρη του φιλόσοφου Ουίλιαμ Γκόντουιν και της φεμινίστριας Μαρίας Γκόντουιν (1797 1851). Η Σ. μεγάλωσε και ανατράφηκε μέσα σε περιβάλλον με φιλελεύθερες ιδέες. Σε ηλικία 15 ετών «κλέφτηκε» από τον ποιητή Πέρσυ Σ., με… … Dictionary of Greek
Σκοτ, σερ Ουώλτερ — (Scott). Σκοτσέζος συγγραφέας (Εδιμβούργο 1771 Άμποτσφορντ 1832). Ο πατέρας του τον προόριζε για τα νομικά, πολύ νωρίς όμως έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Ακολουθώντας το παράδειγμα των Γερμανών ρομαντικών και του Άγγλου Τόμας Πέρσυ … Dictionary of Greek